Tympäännyttää στα ελληνικά
Μετάφραση: tympäännyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρασμένος, εξαντλημένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kaavamainen στα ελληνικά - αλύγιστος, άκαμπτος, ισχυρός, σχηματικός, σχηματική, σχηματικό, σχηματικά, ...
- kohojuova στα ελληνικά - πλευρό, νεύρωση, πλευρού, rib, πλευρών
- merikarhu στα ελληνικά - ναυτικός, πίσσα, ναύτης, κατράμι, θαλάσσια, θάλασσα, θάλασσας, ...
- oppiarvo στα ελληνικά - τίτλος, βαθμός, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο
Τυχαίες λέξεις
Tympäännyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρασμένος, εξαντλημένος
Μεταφράσεις: κουρασμένος, εξαντλημένος