Tyttö στα ελληνικά

Μετάφραση: tyttö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσποινίς, κορίτσι, φούστα, χάνω, αστοχώ, κούκλα, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
Tyttö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hiomakivi στα ελληνικά - ακόνι, ακόνη, ακονόπετρα, Whetstone, ακονιού
  • lahtaus στα ελληνικά - πελεκώ, σφαγή, πυροβολισμός
  • luokitella στα ελληνικά - ταξινομώ, ταξινόμηση, ταξινομούν, κατατάσσουν, κατατάξει, ταξινομεί
  • natsa στα ελληνικά - κουτουλώ, ράβδωση, στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός
Τυχαίες λέξεις
Tyttö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσποινίς, κορίτσι, φούστα, χάνω, αστοχώ, κούκλα, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που