Urputtaa στα ελληνικά
Μετάφραση: urputtaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, να, για, σε, με, για να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ainiaan στα ελληνικά - πάντοτε, ποτέ, πάντα, συνεχώς, ολοένα, όλο
- alkulause στα ελληνικά - λήμμα, πρόλογος, προλογίζω, εισαγωγή, προοίμιο, είσοδος, καταχώρηση, ...
- erääntynyt στα ελληνικά - πρέπων, απαιτούμενος, ληξιπρόθεσμες, καθυστερούμενες, καθυστερήσει, ληξιπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμων
- kilkattaa στα ελληνικά - κωδωνίζω, κουδουνίζω, κουδούνισμα, tinkle, χτυπάν
Τυχαίες λέξεις
Urputtaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, να, για, σε, με, για να
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, να, για, σε, με, για να