Vähitellen στα ελληνικά

Μετάφραση: vähitellen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
Vähitellen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alinomaa στα ελληνικά - πάντοτε, συνεχώς, πάντα, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
  • eritoten στα ελληνικά - συγκεκριμένα, ιδίως, ειδικά, ειδικότερα,, ειδικότερα
  • kansaneläkeläinen στα ελληνικά - συνταξιούχος, Οι άνθρωποι, άνθρωποι, Λαϊκής, τους ανθρώπους, Άτομα
  • maisema στα ελληνικά - τοπίο, τοπίου, του τοπίου, το τοπίο, τοπίων
Τυχαίες λέξεις
Vähitellen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως