Väistö στα ελληνικά
Μετάφραση: väistö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
Μεταφράσεις
- aaltoilla στα ελληνικά - φτεροκοπώ, κυματώδης, κυματίζω, κυμαίνομαι, κυματοειδή, κυματοειδές
- jalkajousi στα ελληνικά - βαλλίστρα, τόξο, crossbow, βαλλίστρας, βαλλιστρών
- pääoma στα ελληνικά - κύριος, πρώτος, πρωτεύουσα, πρωταρχικός, κυριότερος, ηγετικός, κεφάλαιο, ...
- raakalaismainen στα ελληνικά - θηριώδης, κτηνώδης, βάρβαρη, βάρβαρο, βάρβαρες, βαρβαρικές, βάρβαρης
Τυχαίες λέξεις
Väistö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
Μεταφράσεις: ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου