Väli στα ελληνικά

Μετάφραση: väli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόσταση, σχισμή, τεντώνομαι, κενό, τεντώνω, τεζάρω, χάσμα, χώρος, διάστημα, διάλειμμα, εκτείνομαι, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Väli στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hulmuta στα ελληνικά - τρέμω, κυμαίνομαι, επιπλέω, ρέω, ταλαντεύομαι, κυλώ, ρυάκι, ...
  • ilma-alus στα ελληνικά - αεροσκάφος, το αεροσκάφος, του αεροσκάφους, τα αεροσκάφη, στο αεροσκάφος
  • minne στα ελληνικά - που, όπου, όταν, εφόσον
  • oksentaa στα ελληνικά - άρρωστος, πετώ, αναμασώ, κάνω εμετό, ξέρασμα, εμετό, κάνει εμετό, ...
Τυχαίες λέξεις
Väli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόσταση, σχισμή, τεντώνομαι, κενό, τεντώνω, τεζάρω, χάσμα, χώρος, διάστημα, διάλειμμα, εκτείνομαι, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα