Τεντώνομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: τεντώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
venytysharjoitus, venyttää, väli, venyä, ponnistaa, jännittää, ojennella, venytys, stretch, joustava, venytellä
Τεντώνομαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντώνομαι

τεντώνομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, τεντώνομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • τεμπέλης στα φινλανδικά - joutavanpäiväinen, veltto, hulttio, toimeton, lurjus, joutilas, jouten, ...
  • τεντωμένος στα φινλανδικά - kiristyä, kiristää, virittynyt, ojossa, ojennetulla, ojennettuun, ojennettuna, ...
  • τεντώνω στα φινλανδικά - pinnistys, venyä, rotu, rasite, koetella, rasitus, väli, ...
  • τενόρος στα φινλανδικά - kulku, tenori, Tenor, Tenorin, sävy, sävystä
Τυχαίες λέξεις
Τεντώνομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: venytysharjoitus, venyttää, väli, venyä, ponnistaa, jännittää, ojennella, venytys, stretch, joustava, venytellä