Varustaminen στα ελληνικά
Μετάφραση: varustaminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορήγηση, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, παροχή, Εξοπλίζοντας, Ο εξοπλισμός, Εφοδιασμός, Εξοπλισμός των, Ο εφοδιασμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- funktionaali στα ελληνικά - λειτουργικός, η λειτουργική, το λειτουργικό, ο λειτουργικός, τη λειτουργική, η χαρακτηριστική
- hallitus στα ελληνικά - διοικητικός, δίαιτα, πολίτευμα, καθεστώς, κατεύθυνση, διοίκηση, βασιλεία, ...
- hansikas στα ελληνικά - γάντι, γαντιών, γαντιού, των γαντιών, του συνοδηγού
- pesusieni στα ελληνικά - λούφα, σφουγγάρι, loofah, το σφουγγάρι
Τυχαίες λέξεις
Varustaminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, παροχή, Εξοπλίζοντας, Ο εξοπλισμός, Εφοδιασμός, Εξοπλισμός των, Ο εφοδιασμός
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, παροχή, Εξοπλίζοντας, Ο εξοπλισμός, Εφοδιασμός, Εξοπλισμός των, Ο εφοδιασμός