Venyttely στα ελληνικά
Μετάφραση: venyttely, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- epäröivä στα ελληνικά - διστακτικός, αμφίβολος, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό
- epätietoinen στα ελληνικά - αμφίβολος, συζητήσιμος, αβέβαιος, αβέβαιο, αβέβαιη, αβέβαιες, αβέβαια
- kujeilla στα ελληνικά - κορυδαλλός, μαϊμού, πίθηκος, πιθήκου, πίθηκο, πιθήκους
- painaa στα ελληνικά - μετρώ, εμπριμέ, σπρώξιμο, σπρώχνω, ζυγίζω, κάθομαι, κόμης, ...
Τυχαίες λέξεις
Venyttely στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
Μεταφράσεις: τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται