Vielä στα ελληνικά

Μετάφραση: vielä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόμα, ωστόσο, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως
Vielä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aiheuttaja στα ελληνικά - σκοπός, αρχή, πηγή, προκαλώ, προξενώ, έναρξη, ρίζα, ...
  • kieltämätön στα ελληνικά - αδιάψευστος, αδιάσειστα, αδιάψευστη, αδιάσειστη, αδιάψευστα
  • niiskuttaa στα ελληνικά - συνάχι, ρωθώνισμα, μυξοκλαίω, ρωθωνίζω
  • oikeudeton στα ελληνικά - παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομες, παράνομων
Τυχαίες λέξεις
Vielä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόμα, ωστόσο, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως