Vuodenaika στα ελληνικά
Μετάφραση: vuodenaika, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοστιμίζω, περίοδο, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις
- ahdin στα ελληνικά - συμπιεστής, στήριγμα, τιράντες, κηδεμόνα, στηρίγματος, με τιράντες
- innovatiivinen στα ελληνικά - καινοτόμος, νεωτεριστικός, καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων
- jakaa στα ελληνικά - διχοτομία, κλήρος, κατανέμω, μεταβιβάζω, μοίρα, μοιράζω, διχάζω, ...
- klovni στα ελληνικά - κλόουν, clown, κλόουν που, γελωτοποιός, παλιάτσος
Τυχαίες λέξεις
Vuodenaika στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, περίοδο, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, περίοδο, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου