Yksin στα ελληνικά

Μετάφραση: yksin, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοναχικός, αποκλειστικά, απόκοσμος, ασυντρόφευτος, μόνο, μοναχός, εντελώς, μόνος, μόνη, μόνη της, και μόνο, μόνο του
Yksin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • historioitsija στα ελληνικά - ιστοριογράφος, ιστορικός, ιστορικό, ιστορικού, ο ιστορικός
  • inspiraatio στα ελληνικά - έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
  • pidemmälle στα ελληνικά - παραπέρα, περαιτέρω, μακρύτερος, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη
  • pommittaa στα ελληνικά - βόμβα, κατακλύζομαι, κατακλύζω, βομβαρδίζω, βόμβας, βομβών, βομβιστική, ...
Τυχαίες λέξεις
Yksin στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοναχικός, αποκλειστικά, απόκοσμος, ασυντρόφευτος, μόνο, μοναχός, εντελώς, μόνος, μόνη, μόνη της, και μόνο, μόνο του