Yleismaailmallinen στα ελληνικά

Μετάφραση: yleismaailmallinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παγκόσμιος, παγκοσμίως, καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής
Yleismaailmallinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • harjaannuttaa στα ελληνικά - αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, τρένο, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, άσκηση, ...
  • imeminen στα ελληνικά - αναρρόφηση, γλείφω, θηλάζω, ρουφώ, άντληση, πιπιλίζουν, απορροφούν, ...
  • käänteinen järjestys στα ελληνικά - αντιστροφή, αναστροφή, αντίστροφη σειρά, την αντίστροφη σειρά, αντίθετη σειρά, με αντίστροφη σειρά, αντίστροφα
  • polttaa στα ελληνικά - καπνοί, καπνός, καπνίζω, ξεραίνω, καίω, αποτεφρώνω, έγκαυμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Yleismaailmallinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παγκόσμιος, παγκοσμίως, καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής