Abbreviate στα ελληνικά

Μετάφραση: abbreviate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντομεύω
Abbreviate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abbots στα ελληνικά - ηγούμενοι, ηγουμένων, ηγουμένους, ηγούμενοί
  • abbrev στα ελληνικά - Συντομογραφία Αριθ, συντετμημένα
  • abbreviated στα ελληνικά - σύντμηση, συντετμημένη, συντετμημένο, συντομευμένο, συντομευμένη
  • abbreviates στα ελληνικά - συντομεύει, είναι συντομογραφία του
Τυχαίες λέξεις
Abbreviate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντομεύω