Λέξη: άμορφος
Συνώνυμα: άμορφος
παραμορφωμένος, ακαθόριστος, άσχημος
Μεταφράσεις: άμορφος
άμορφος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amorphous, formless, shapeless, deformed, an amorphous
άμορφος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
informe, amorfo, sin forma, amorfa, desordenada
άμορφος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
formlos, amorph, unkristallinisch, formlosen, formlose, gestaltlosen, formloser
άμορφος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amorphe, informe, sans forme, informes
άμορφος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
informe, amorfo, senza forma, privo di forma, formless
άμορφος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
informe, amorfo, sem forma, amorfa, disforme
άμορφος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amorf, vormloos, vormloze, vormeloze, vormeloos, woest
άμορφος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
некристаллический, бесформенный, аморфный, бесформенное, бесформенным, бесформенная, бесформенной
άμορφος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
formløs, formløse, formless, formløst, less
άμορφος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amorf, formlös, formlösa, formlöst, oformligt, oformliga
άμορφος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muodoton, muodotonta, vailla muotoa, muodottomaan, muodottomasta
άμορφος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
formløse, formløs, formløst, uden form, uformelig
άμορφος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
amorfní, beztvarý, beztvárný, beztvaré, beztvará, bez formy, beztvarého
άμορφος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezkształtny, amorficzny, bezpostaciowy, bezkształtna, bez formy, bezforemny, bezforemna
άμορφος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amorf, formátlan, alaktalan, forma nélküli, a formátlan, formátlanul
άμορφος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
biçimsiz, şekilsiz, formsuz, formless
άμορφος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аморфний, безформний, безформна, безформну, безформне
άμορφος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i çrregullt, pa formë, pa trajtë, çrregullt
άμορφος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безформен, безформена, безформено, безформени, безформената
άμορφος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бясформенны, падушаны, бясформны, бясформенную і
άμορφος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vormitu, amorfne, Ebamäärane, formless, vormituks, Muodoton
άμορφος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amorfni, amorfan, bezobličan, nekristaliziran, bez oblika, bezoblično, bezoblična, pusta
άμορφος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auð
άμορφος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beformis, beformė, be formos, neturi pavidalo, belytis
άμορφος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezformīgs, bezveidīgs, bezveidīga, neiztaisīta, bezveidīgu
άμορφος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неопределен, безоблични, аморфен, без форма, бесформната
άμορφος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fără formă, fara forma, lipsit de formă, formless, fără de formă
άμορφος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
amorfní, brezoblična, brezobličen, brezoblični, brezoblično, Bezobličan
άμορφος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
amorfní, beztvarý, beztvará