Absorptive στα ελληνικά
Μετάφραση: absorptive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφητικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absorbs στα ελληνικά - απορροφά, απορροφά το, απορροφά την, απορροφούν, απορροφάται
- absorption στα ελληνικά - απορρόφηση
- abstain στα ελληνικά - απέχω
- abstained στα ελληνικά - απείχαν, αποχή, απείχε, απείχα, απείχαμε
Τυχαίες λέξεις
Absorptive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός
Μεταφράσεις: απορροφητικός