Acquisitive στα ελληνικά

Μετάφραση: acquisitive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άπληστος, κτητικός
Acquisitive στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acquisition στα ελληνικά - απόκτηση, απόκτημα
  • acquisitions στα ελληνικά - εξαγορές, εξαγορών, αποκτήσεις, αγορές, αποκτήσεων
  • acquisitiveness στα ελληνικά - πλεονεκτικότητα, απληστία
Τυχαίες λέξεις
Acquisitive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άπληστος, κτητικός