Afflict στα ελληνικά
Μετάφραση: afflict, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασανίζω, ταλαιπωρώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affixing στα ελληνικά - επίθεση, η επίθεση, επικόλληση, στερέωσης, τοποθέτησης
- afflatus στα ελληνικά - έμπνευση
- afflicted στα ελληνικά - βασανιζόμενος
- afflicting στα ελληνικά - πλήττει, ταλάνισαν, που πλήττει, που πλήττουν, που πλήττει τις
Τυχαίες λέξεις
Afflict στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασανίζω, ταλαιπωρώ
Μεταφράσεις: βασανίζω, ταλαιπωρώ