Annul στα ελληνικά

Μετάφραση: annul, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακυρώνω, ανακαλώ
Annul στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annuities στα ελληνικά - προσόδων, προσόδους, επιδόματα, τα επιδόματα, προσόδων που
  • annuity στα ελληνικά - πρόσοδος
  • annularly στα ελληνικά - στεφανιαία, δακτυλιοειδώς, δακτυλιοειδή, δακτυλιωτά, με δακτυλιοειδή
Τυχαίες λέξεις
Annul στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακυρώνω, ανακαλώ