Asexual στα ελληνικά

Μετάφραση: asexual, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άφυλος
Asexual στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aseptic στα ελληνικά - άσηπτη, ασηπτικές, ασηπτική, άσηπτης, άσηπτες
  • aseptically στα ελληνικά - άσηπτες συνθήκες, υπό άσηπτες συνθήκες, ασηπτικά, ασηπτικώς, άσηπτα
  • asexuality στα ελληνικά - ασεξουαλικότητα
  • asexually στα ελληνικά - αγενώς, αγενή, ασεξουαλικά, αγενή αναπαραγωγή, αφυλετικά
Τυχαίες λέξεις
Asexual στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άφυλος