Awkward στα ελληνικά
Μετάφραση: awkward, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατζαμής, αδέξιος, δύσκολη, αμήχανη, αδέξιο, αδέξια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- awhile στα ελληνικά - για λίγο, λίγο, από λίγο, λίγο για
- awkwardly στα ελληνικά - αδέξια, αμήχανα, άβολα, αμηχανία
Τυχαίες λέξεις
Awkward στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατζαμής, αδέξιος, δύσκολη, αμήχανη, αδέξιο, αδέξια
Μεταφράσεις: ατζαμής, αδέξιος, δύσκολη, αμήχανη, αδέξιο, αδέξια