Bent στα ελληνικά

Μετάφραση: bent, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρτός
Bent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benjamin στα ελληνικά - Βενιαμίν, Benjamin, μπέντζαμιν, ο μπέντζαμιν, Ο Benjamin
  • benne στα ελληνικά - BENNE
  • bent-grass στα ελληνικά - λυγισμένα, λυγισμένο, λυγισμένες, λυγισμένου
  • benthic στα ελληνικά - βενθικά, βενθικών, βενθική, βενθικούς, βενθικές
Τυχαίες λέξεις
Bent στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρτός