Blindness στα ελληνικά
Μετάφραση: blindness, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύφλωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blinding στα ελληνικά - εκτυφλωτικό, εκτυφλωτική, τυφλώνει, εκτυφλωτικά, προκαλούν τύφλωση
- blindly στα ελληνικά - τυφλά
- blinds στα ελληνικά - περσίδες, τυφλοί, στόρια, ρολά
Τυχαίες λέξεις
Blindness στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύφλωση
Μεταφράσεις: τύφλωση