Τύφλωση στα αγγλικά

Μετάφραση: τύφλωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blindness, blind, blinding
Τύφλωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: τύφλωση

blindness
  • τύφλωση
  • τυφλότητα
  • τυφλότης

Σχετικές λέξεις: τύφλωση

τύφλωση προσώπου, τύφλωση pdf, τύφλωση ορισμός, τύφλωση σκύλων, τύφλωση και παιδί, τύφλωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, τύφλωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • τύπος στα αγγλικά - version, formula, sort, fellow, guy, type, press, ...
  • τύρφη στα αγγλικά - peat, turf, of peat, peat moss
  • τύχη στα αγγλικά - luck, chance, fortune, random, destiny
  • τύψη στα αγγλικά - remorse, compunction, qualm, scruple, regret
Τυχαίες λέξεις
Τύφλωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: blindness, blind, blinding