Cement στα ελληνικά

Μετάφραση: cement, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιμέντο, μπετό, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
Cement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • celtic στα ελληνικά - Σέλτικ, κέλτικη, Κελτική, κέλτικης
  • cembalo στα ελληνικά - τσέμπαλο, τσέμπαλου, τσέμποϊ
  • cementation στα ελληνικά - τσιμεντοποίηση, συγκόλληση, τσιμέντωση, τσιμέντωσης
  • cemented στα ελληνικά - τσιμέντο, εδραίωσε, με τσιμέντο, εδραιώσει, παγιώσει
Τυχαίες λέξεις
Cement στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιμέντο, μπετό, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας