Coerce στα ελληνικά
Μετάφραση: coerce, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαναγκάζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- approbatory στα ελληνικά - εγκριτικής, επαινετικών
- aquatint στα ελληνικά - ακουατίντα
- certificating στα ελληνικά - πιστοποιούσα
Τυχαίες λέξεις
Coerce στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαναγκάζω
Μεταφράσεις: πειθαναγκάζω