Common στα ελληνικά
Μετάφραση: common, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, συνηθισμένος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acid-resistant στα ελληνικά - ανθεκτικά σε οξύ, ανθεκτικά στα οξέα, ανθεκτικό στα οξέα, ανθεκτική στα οξέα, ανθεκτικά σε οξέα
- acupunctures στα ελληνικά - βελονισμό
- caries στα ελληνικά - τερηδόνα, τερηδόνας, της τερηδόνας, την τερηδόνα, τερηδόνες
Τυχαίες λέξεις
Common στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, συνηθισμένος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Μεταφράσεις: κοινός, συνηθισμένος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών