Compensation στα ελληνικά
Μετάφραση: compensation, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποζημίωση, συμψηφισμός, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antiquity στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
- biomechanics στα ελληνικά - εμβιομηχανικής, εμβιομηχανική, βιομηχανική, βιοδυναμικής
- caustically στα ελληνικά - καυστικά, καυστικότητα, με καυστικότητα, σαρκαστικά, με καυστικότητα ο
Τυχαίες λέξεις
Compensation στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποζημίωση, συμψηφισμός, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
Μεταφράσεις: αποζημίωση, συμψηφισμός, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως