Compete στα ελληνικά

Μετάφραση: compete, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Compete στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apperception στα ελληνικά - συναίσθηση
  • assassination στα ελληνικά - δολοφονία
  • capitalists στα ελληνικά - καπιταλιστές, κεφαλαιοκράτες, καπιταλιστών, οι καπιταλιστές, τους καπιταλιστές
Τυχαίες λέξεις
Compete στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται