Constraint στα ελληνικά
Μετάφραση: constraint, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκασμός, συστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adult στα ελληνικά - ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
- aminophenol στα ελληνικά - αμινοφαινόλη, αμινοφαινόλης, αμινο φαινόλη
- arguments στα ελληνικά - επιχειρήματα, τα επιχειρήματα, επιχειρημάτων, επιχειρήματα που, επιχειρηματολογία
- battle-painter στα ελληνικά - μάχη, μάχης, αγώνα, τη μάχη, μάχη για
Τυχαίες λέξεις
Constraint στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκασμός, συστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
Μεταφράσεις: εξαναγκασμός, συστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς