Contributor στα ελληνικά
Μετάφραση: contributor, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργάτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acetate στα ελληνικά - οξικό άλας, οξικό, οξικού, οξεικό, οξικός
- assiduity στα ελληνικά - επιμέλεια, προσήλωση
- bids στα ελληνικά - προσφορές, προσφορών, τις προσφορές, οι προσφορές, προσφορών που
- brattle στα ελληνικά - Brattle
Τυχαίες λέξεις
Contributor στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργάτης
Μεταφράσεις: συνεργάτης