Cripple στα ελληνικά

Μετάφραση: cripple, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπηρος, κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν
Cripple στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assured στα ελληνικά - βέβαιος, εξασφαλισμένη, διαβεβαίωσε, εξασφαλισμένες, εξασφαλισμένης
  • case-record στα ελληνικά - περίπτωση, υπόθεση, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που
  • catastrophes στα ελληνικά - καταστροφές, καταστροφών, καταστροφές που, τις καταστροφές
Τυχαίες λέξεις
Cripple στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπηρος, κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν