Crown στα ελληνικά

Μετάφραση: crown, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορόνα, στέμμα, κορώνα, θήκη
Crown στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abridge στα ελληνικά - συντομεύω
  • acknowledging στα ελληνικά - αναγνωρίζοντας, αναγνωρίζει, αναγνώριση, αναγνωρίζεται, αναγνώρισε
  • boding στα ελληνικά - Boding
  • canonization στα ελληνικά - αγιοποίηση, την αγιοποίηση, ανακήρυξη, αγιοποίησή, αγιοποιηθούν
Τυχαίες λέξεις
Crown στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορόνα, στέμμα, κορώνα, θήκη