Defy στα ελληνικά
Μετάφραση: defy, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιστέκομαι, αψηφώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- admiration στα ελληνικά - θαυμασμός
- antiqueness στα ελληνικά - παλαιότητας, παλαιότητα
- arm-saw στα ελληνικά - χέρι, βραχίονας, βραχίονα, σκέλος, το χέρι
- attendants στα ελληνικά - συνοδούς, τους συνοδούς, συνοδοί, συνοδών, οι συνοδοί
Τυχαίες λέξεις
Defy στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιστέκομαι, αψηφώ
Μεταφράσεις: αντιστέκομαι, αψηφώ