Deprivation στα ελληνικά

Μετάφραση: deprivation, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέρηση, στέρησης, στερητική, στερήσεις, η στέρηση
Deprivation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biophysicist στα ελληνικά - βιοφυσικός, βιοφυσικό, βιοφυσικούς, η βιοφυσικός, ο βιοφυσικός
  • centralized στα ελληνικά - κεντρική, συγκεντρωτική, κεντρικής, συγκεντρωτικό, κεντρικά
Τυχαίες λέξεις
Deprivation στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέρηση, στέρησης, στερητική, στερήσεις, η στέρηση