Dictionary στα ελληνικά

Μετάφραση: dictionary, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεξικό, λεξικού
Dictionary στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antlers στα ελληνικά - κέρατα, ελαφόκερες, ελαφοκέρατα, κέρατα ελαφιών, τα κέρατα
  • approach στα ελληνικά - πλησιάζω, μέθοδος, προσέγγιση, προσεγγίζω, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, ...
  • automates στα ελληνικά - αυτοματοποιεί, αυτόματων, αυτόματων συσκευών, αυτοματισμοί, Αυτοματοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Dictionary στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεξικό, λεξικού