Distinctly στα ελληνικά
Μετάφραση: distinctly, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαφώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- athleticism στα ελληνικά - αθλητισμού, αθλητισμό, αθλητισμός, αθλητικό
- beating-in στα ελληνικά - ξυλοδαρμός, ξυλοδαρμό, ήττα, παλλόμενη, χτύπημα
- bored στα ελληνικά - βαρεθεί, βαριούνται, βαριέται, βαρεθείτε, βαριεστημένοι
Τυχαίες λέξεις
Distinctly στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαφώς
Μεταφράσεις: σαφώς