Elect στα ελληνικά
Μετάφραση: elect, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκλέγω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amounts στα ελληνικά - ποσά, τα ποσά, ποσότητες, ποσών, ποσά που
- anachronistic στα ελληνικά - αναχρονιστικός
- birefringence στα ελληνικά - διπλοδιαθλαστικότητα, διδιαθλαστικότητα, διπλή διάθλαση, δισδιαθλαστικότης, δισδιάθλασις
Τυχαίες λέξεις
Elect στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκλέγω
Μεταφράσεις: εκλέγω