Elevate στα ελληνικά

Μετάφραση: elevate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψώνω, ανυψώνω, σηκώνω, ανυψώσει, ανεβάζουν, ανυψώσουν, ανυψώνει, ανυψώνουν
Elevate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • awarded στα ελληνικά - απονεμηθεί, απονέμεται, απονέμονται, απονεμήθηκε, χορηγούνται
  • britain στα ελληνικά - Βρετανία, Βρετανίας, της Βρετανίας
Τυχαίες λέξεις
Elevate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψώνω, ανυψώνω, σηκώνω, ανυψώσει, ανεβάζουν, ανυψώσουν, ανυψώνει, ανυψώνουν