General στα ελληνικά

Μετάφραση: general, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατηγός, γενικός
General στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aloof στα ελληνικά - ακατάδεχτος, υπερόπτης
  • apportion στα ελληνικά - διανέμω, κατανέμω
  • armpit στα ελληνικά - μασχάλη, μασχάλης, τη μασχάλη, στη μασχάλη, της μασχάλης
  • borrows στα ελληνικά - δανείζεται, Borrows, οι Borrows
Τυχαίες λέξεις
General στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατηγός, γενικός