Have στα ελληνικά
Μετάφραση: have, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, έχω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acted στα ελληνικά - ενήργησε, ενήργησαν, ενεργήσει, αποφασίσει, ενεργούσε
- antistatic στα ελληνικά - αντιστατικό, αντιστατικά, αντιστατική, αντιστατικές, αντιστατικού
- assessments στα ελληνικά - αξιολογήσεις, εκτιμήσεις, αξιολογήσεων, εκτιμήσεων, αξιολόγηση
- bladder-wrack στα ελληνικά - κύστης, κύστη, ουροδόχου κύστης, της ουροδόχου κύστης, ουροδόχο κύστη
Τυχαίες λέξεις
Have στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, έχω
Μεταφράσεις: έχε, έχω