Hear στα ελληνικά
Μετάφραση: hear, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amenability στα ελληνικά - υπόλογο, επιδεκτικότητά, η επιδεκτικότητά, επιδεκτικότητά του, η επιδεκτικότητά του
- antimatter στα ελληνικά - αντιύλη, αντιύλης, την αντιύλη, η αντιύλη, της αντιύλης
- befalling στα ελληνικά - επερχόμενη, επερχόμενους, επερχόμενης
- carcinogenicity στα ελληνικά - καρκινογένεση, καρκινογένεσης, την καρκινογένεση, καρκινογόνου δράσης, καρκινογένεσης σε
Τυχαίες λέξεις
Hear στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω
Μεταφράσεις: ακούω