Impairment στα ελληνικά

Μετάφραση: impairment, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξασθένηση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση
Impairment στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • advising στα ελληνικά - συμβουλεύοντας, συμβουλές, συμβουλεύει, παροχή συμβουλών, την παροχή συμβουλών
  • antibodies στα ελληνικά - αντισώματα, αντισωμάτων, τα αντισώματα, αντισώματα που, αντισωμάτων που
  • cam στα ελληνικά - έκκεντρο, εκκέντρου, έκκεντρου, κάμερα
  • case-shot στα ελληνικά - υπόθεση, περίπτωση, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που
Τυχαίες λέξεις
Impairment στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξασθένηση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση