Imperative στα ελληνικά

Μετάφραση: imperative, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστακτική
Imperative στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • applicable στα ελληνικά - εφαρμόσιμος, ταιριαστός
  • arousing στα ελληνικά - προκαλεί, προκαλώντας, προκαλώντας το
  • bassoon στα ελληνικά - φαγκότο, φαγκότου, το φαγκότο, βαρύαυλος
  • brick-red στα ελληνικά - τούβλο, τούβλα, από τούβλα, τούβλου, μωσαϊκού
Τυχαίες λέξεις
Imperative στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστακτική