Inexperience στα ελληνικά
Μετάφραση: inexperience, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απειρία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aping στα ελληνικά - το ξύσιμο, ξύσιμο, πιθηκίσει, Να πιθηκίσει
- bioclimatology στα ελληνικά - Βιοκλιματολογία
- changeful στα ελληνικά - μεταβαλλόμενης
Τυχαίες λέξεις
Inexperience στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απειρία
Μεταφράσεις: απειρία