Infallible στα ελληνικά

Μετάφραση: infallible, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλάνθαστος
Infallible στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstemious στα ελληνικά - φειδωλός, εγκρατής, λιτός
  • arboretum στα ελληνικά - δενδροκομείο, Arboretum, δενδρολογικό κήπο, βοτανικού κήπου, δενδρολογικός κήπος
  • asleep στα ελληνικά - κοιμισμένος, κοιμάται, κοιμούνται, κοιμισμένοι, κοιμόταν
  • blowfly στα ελληνικά - κρεατόμυγας, κρεατόμυγες, κρεατόμυγα, οι κρεατόμυγες
Τυχαίες λέξεις
Infallible στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλάνθαστος