Influence στα ελληνικά
Μετάφραση: influence, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενέργεια, επιρροή, επενεργώ, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Μεταφράσεις
- aggrieved στα ελληνικά - αδικημένοι, θιγόμενο, αδικηθεί, ζημιωθέντων, ζημιωθέντες
- anther στα ελληνικά - ανθήρας
- burr στα ελληνικά - αγριάδα, Burr, γρέζια, της Burr, Σάλιασμα
Τυχαίες λέξεις
Influence στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενέργεια, επιρροή, επενεργώ, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Μεταφράσεις: επενέργεια, επιρροή, επενεργώ, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν