Λέξη: συνεισφορά
Σχετικές λέξεις: συνεισφορά
συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο, συνεισφορά translation, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά μετάφραση, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφορά αλληλεγγύης, συνεισφορά ανώτατης εκπαίδευσης, συνεισφορά αγγλικά
Συνώνυμα: συνεισφορά
συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο
Μεταφράσεις: συνεισφορά
συνεισφορά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contribution, contribution to, contributions, contribution of, contribution from
συνεισφορά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
donativo, aportación, contribución, aporte, la contribución, contribución de
συνεισφορά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beitrag, kontribution, schenkung, Beitrag, Beiträge, Beitrags
συνεισφορά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contribution, article, coparticipation, apport, placement, collaboration, concours, donation, don, la contribution, contributions, cotisation
συνεισφορά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contributo, contributi, partecipazione, apporto, il contributo
συνεισφορά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
donativo, contribuição, contributo, participação, a contribuição, contribuições
συνεισφορά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schenking, gift, bijdrage, donatie, bijdrage toe, bijdrage van, bijdragen
συνεισφορά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
контрибуция, сотрудничество, налог, пожертвование, лепта, взнос, содействие, вклад, статья, дань, вкладом, вклада, вклад в
συνεισφορά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bidrag, bidraget, bidra, innsats
συνεισφορά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
insats, bidrag, bidraget, bidra, stöd, bidrar
συνεισφορά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjoitus, panos, lahja, avustus, osuus, Osallistuminen, rahoitusosuus, rahoitusosuuden
συνεισφορά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bidrag, bidraget, tilskud, bidrage
συνεισφορά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přispívání, přínos, příspěvek, vklad, článek, přispění, spoluúčast, příspěvku, příspěvkem, podíl
συνεισφορά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontrybucja, datek, współpraca, składka, wkład, współudział, artykuł, przyczynek, udział, wpis, wkładu, wpisów
συνεισφορά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sarc, hozzájárulás, hozzájárulást, hozzájárulása, hozzájárulását, hozzájárulásának
συνεισφορά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağış, katkı, katkısı, katılım, katkı Payı, katkıları
συνεισφορά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожертва, податок, співпрацю, пожертвування, внесок, вклад
συνεισφορά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontribut, kontributi, kontributi i, kontribut i, kontributin e
συνεισφορά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дар, подаряване, дарение, принос, участие, вноска, приноса, вноски
συνεισφορά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўклад, уклад, ўнёсак, унёсак, фундуш
συνεισφορά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
panus, kaastöö, kontributsioon, panuse, toetuse, toetus, panust
συνεισφορά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prilog, doprinos, sudjelovanje, pridonošenje, doprinosa, je doprinos, doprinosi
συνεισφορά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framlag, framlagi, iðgjald, mörkum, framlags
συνεισφορά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dovana, auka, įnašas, įmoka, indėlis, įnašą, indėlį
συνεισφορά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziedojums, raksts, ieguldījums, ieguldījumu, iemaksas, iemaksa, iemaksu
συνεισφορά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придонес, придонесот, придонеси, придонесот на, учество
συνεισφορά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contribuţie, donaţie, contribuție, contribuția, contribuției, contributie, aport
συνεισφορά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prinos, prispevek, prispevka, prispevki
συνεισφορά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vklad, príspevok, príspevku, príspevkov, príspevky, prínos
Τυχαίες λέξεις