Leverage στα ελληνικά

Μετάφραση: leverage, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιρροή
Leverage στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acknowledge στα ελληνικά - αναγνωρίζω
  • arbitration στα ελληνικά - διαιτησία
  • averagely στα ελληνικά - μέτρια, κατά μέσο όρο, μετρίως, σε μέτρια
Τυχαίες λέξεις
Leverage στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιρροή