Limitation στα ελληνικά

Μετάφραση: limitation, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Limitation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • availabilities στα ελληνικά - διαθεσιμότητες, διαθεσιμότητας, διαθεσίμων, διαθέσιμων, των διαθεσίμων
  • bloodied στα ελληνικά - ματωμένο, ματωμένα, ματωμένης, το ματωμένο, αιματοβαμμένα
  • caving στα ελληνικά - καθίζηση, Σπηλαιολογία, εξερεύνηση σπηλαίων, σπηλαιολογικών, Caving
Τυχαίες λέξεις
Limitation στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της